τσικάλι

τσικάλι
το, Ν
βλ. τσουκάλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσικάλι — το βλ. τσουκάλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουκάλι — και τσικάλι, το, Ν 1. πήλινη ή και μεταλλική χύτρα 2. ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zucca] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”